- δεῦσαι
- δέω 1bindpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)δεύομαιaor imperat mp 2nd sgδεύω 1wetaor imperat mid 2nd sgδεύω 1wetaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή … Dictionary of Greek